- Μεγαλοβδόμαδο
- το церк, страстная неделя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μεγαλοβδόμαδο — το η Μεγάλη Εβδομάδα: Το Μεγαλοβδόμαδο πηγαίνουμε ανελλιπώς στην εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοβδόμαδο — το η Μεγάλη Εβδομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + εβδομάδα] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek